αποκαλυπτήριος

αποκαλυπτήριος
-α, -ο
1. αυτός που αποκαλύπτει, αποκαλυπτικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκαλυπτήρια
α) η δημόσια τελετή για την αποκάλυψη ανδριάντα ή έργου τέχνης
β) μτφ. η δημόσια αποκάλυψη κακών πράξεων ή σχεδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαλύπτω. Η λ. στον πληθ. ως ουσ. (αποκαλυπτήρια, τα) μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκαλυπτήριος, -ια, -ιο — αποκαλυπτήριος, α, ο αυτός που συντελεί στο ξεσκέπασμα, στο φανέρωμα· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αποκαλυπτήρια τελετή κατά την οποία ο ανδριάντας ή άλλο μνημείο ξεσκεπάζεται, για να το βλέπουν πια όλοι: Έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανερωτικός, -ή — ό ο ικανός στο να φανερώνει, ο αποκαλυπτικός, ο αποκαλυπτήριος: Οι έρευνες των δημοσιογράφων ήταν φανερωτικές για τις δημόσιες καταχρήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”